- ξυλοκάρπασον
- ξῠλο-κάρπᾰσον, τό,A wood of flax, Gal.19.738.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοκάρπασον — ξυλοκάρπασον, τὸ (Α) το ξύλο τού φυτού λίνον, τού λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
ξυλοκάρπασον — wood of flax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκαρπάσου — ξυλοκάρπασον wood of flax neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)